φροντισιά

φροντισιά
η заботливость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φροντισιά" в других словарях:

  • φροντισιά — η, Ν φροντίδα, επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόντιση, κατά τα θηλ. σε *ά (πρβλ. περπατησ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • φροντισιά — η βλ. φρόντιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόντιση — φρόντιση, η και φροντισιά, η φροντίδα, μέριμνα, έγνοια, πονοκεφάλιασμα: Τη φρόντιση της δουλειάς την άφησε στον αδερφό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»